- αβγάτα
- η [αβγατίζω]1. αύξηση τού ποιμνίου με τη γέννηση νέων ζώων, αβγάτισμα2. στον πληθ. οι αβγάτεςτο παιχνίδι αβγατιστή*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αβγατίζω — βλ. αβγαταίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Από αρχ. επίθ. ἐκβατὸς > μτγν. ἐγβατός, με αντιμετάθεση φθόγγων, ἐβγατὸς > ἐβγατίζω και ἀβγατίζω. ΠΑΡ. αβγάτα, αβγαταίνω, αβγατερός, αβγατιά, αβγατίδι, αβγάτιση, αβγάτιαμα, αβγάτιστος, αβγατιστός] … Dictionary of Greek
αβγατιά — η [αβγατίζω] 1. επαύξηση, αφθονία, υπερεπάρκεια 2. η αβγάτα* … Dictionary of Greek